Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά...

Όσοι ακολουθούν πιστά τα βολταράκια μας θα έχουν ήδη στοιχεία αρκετά για να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η αμυγδαλιά είναι το αγαπημένο μας δέντρο...

Δεν είναι μόνο επειδή μας αρέσει να την βλέπουμε ανθισμένη... Ούτε επειδή τα αμύγδαλα είναι για εμάς σκέτη λιχουδιά, ειδικά τα δροσερά...

Είναι, επιπλέον, επειδή, η "ανθισμένη αμυγδαλιά" του Δροσίνη ήταν το πρώτο ποίημα, που -σε ηλικία δημοτικού- άγγιξε την αθώα μας καρδιά...

Διαβάζαμε:

Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά
με τα χεράκια της
κι εγέμισ’ από άνθη η πλάτη
η αγκαλιά και τα μαλλάκια της...

Και με τη φαντασία μας ταξιδεύαμε σ' ένα τόπο γεμάτο με ανθισμένες αμυγδαλιές... Περπατούσαμε κάτω από αυτές κι εκείνες μας έραιναν με τα πέταλά τους...

Τι όμορφο όνειρο... Τι όμορφη ανάμνηση...

Τα χρόνια πέρασαν... Τόπο ολόγεμο με ανθισμένες αμυγδαλιές δεν έχουμε αξιωθεί να περπατήσουμε μέχρι σήμερα, αλλά στην πίσω μας αυλή φυτέψαμε κατά προτεραιότητα δύο αμυγδαλιές.

Κάθε τέτοια εποχή είμαστε πανευτυχείς! Η λουλουδιασμένη της όψη των δέντρων μας δίνει ζωντάνια στo τσιμέντο που την περιβάλει, μα και σ' εμάς τους ίδιους!

Με αφορμή αυτή την όμορφη εικόνα που έχουμε την τύχη ν' αντικρίζουμε κάθε πρωί, θα θυμηθούμε μαζί το ποίημα του Γιώργου Δροσίνη και θα σας διηγηθούμε το παρασκήνιο της γραφής του...

Για ποιαν γράφτηκε η ανθισμένη αμυγδαλιά;

Πολλοί νομίζουν ότι το ποίημα γράφτηκε για κάποια νέα, με την οποία ήταν ερωτευμένος ο ποιητής... Κι εμείς αυτό νομίζαμε αρχικά... Μας ταίριαζε αυτό στο μυαλό...

Η πραγματικότητα, όμως, είναι διαφορετική. Το ποίημα γράφτηκε για μια 16χρονη νέα, τη Δροσίνα Δροσίνη, που ήταν ξαδέρφη του ποιητή, κι εκείνη την εποχή (1882) φοιτούσε στο Αρσάκειο.

δροσίνα δροσίνη

Μόλις είχε γυρίσει από τη Γερμανία ο Δροσίνης, όπου σπούδαζε Ιστορία της Τέχνης. Ένα πρωί επισκέφθηκε την οικογένειά της στα Πατήσια. Βλέπει, λοιπόν, τη Δροσίνα να τινάζει ένα ανθισμένο δέντρο. Τα λουλούδια πέφτοντας, την έλουσαν σ' όλο το σώμα και κάπως έτσι προέκυψε η "Ανθισμένη Αμυγδαλιά".

Δημοσιεύτηκε το 1882 στο σατυρικό περιοδικό «Ραμπαγάς». Μελοποιήθηκε από τον Γεώργιο Κωστή, ένα ράπτη απ’ το Άργος, κατά τη διάρκεια της επιστράτευσης του 1885... Από τους στρατιώτες, έφτασε και στον υπόλοιπο κόσμο. Έγινε και καντάδα, που ακουγόταν κάτω από τα παράθυρα των ωραίων δεσποινίδων της εποχής....

Το ποίημα

Ἐκoύνησε τὴν ἀνθισμένη μυγδαλιὰ
μὲ τὰ χεράκια της
κι ἐγέμισε ἀπὸ ἄνθη ἡ πλάτη, ἡ ἀγκαλιὰ
καὶ τὰ μαλλάκια της.

Ἄχ! χιονισμένη σὰν τὴν εἶδα τὴν τρελλὴ
γλυκὰ τὴ φίλησα,
τῆς τίναξα τὰ ἄνθη ἀπ᾿ τὴν κεφαλὴ
κι ἔτσι τῆς μίλησα:

-Τρελλὴ νὰ φέρεις στὰ μαλλιά σου τὴ χιονιὰ
τὶ τόσο βιάζεσαι;
Μόνη της θὲ νὰ ῾ρθεῖ ἡ βαρυχειμωνιά,
δὲν τὸ στοχάζεσαι;

Τοῦ κάκου τότε θὰ θυμᾶσαι τὰ παλιὰ
τὰ παιχνιδάκια σου,
κοντὴ γριούλα μὲ τὰ κάτασπρα μαλλιὰ
καὶ τὰ γυαλάκια σου.

www.voltarakia.gr

Φωτογραφία: Στέφανος Ραπάνης - All rights reserved